Κατηγορίες




Newsletter
Συμπληρώστε το email σας για να λάβετε τις προσφορές μας
 

Σιδηροπενική Αναιμία

       Με τον όρο σιδηροπενία χαρακτηρίζουμε το έλλειμμα στο συνολικό σίδηρο του οργανισμού ο οποίος συνήθως σε έναν υγιή ενήλικα ανέρχεται σε 3-4 g (40-50mg/Kg).Η σιδηροπενία μπορεί να διακριθεί σε λανθάνουσα, όταν υπάρχει μείωση των αποθεμάτων σιδήρου χωρίς να έχουν επηρεασθεί οι τιμές της αιμοσφαιρίνης και σε έκδηλη όταν πλέον τα αποθέματα σιδήρου έχουν εξαντληθεί και εκδηλώνεται αναιμία με τα χαρακτηριστικά της συμπτώματα. 

      Η σημασία της σιδηροπενίας συνίσταται στο ότι ο σίδηρος αποτελεί απαραίτητο βασικό στοιχείο πολλών οργανικών συστημάτων. Η αιμοσφαιρίνη, η μυοσφαιρίνη και αρκετά βασικά ένζυμα ανήκουν στην κατηγορία των συστημάτων αυτών.Η λειτουργική και η δομική ακεραιοτητα των συστημάτων αυτών εξαρτάται άμεσα από την επαρκή προσφορά σιδήρου στον οργανισμό. Στην ακραία έκφρασή της η σιδηροπενία εκδηλώνεται με αναιμία στα παιδιά και στους ενήλικες ενώ στα νεογνά και στα βρέφη, πέρα της αναιμίας και με σημαντικό επηρεασμό της εγκεφαλικής και νοητικής τους ανάπτυξης.

Απορρόφηση σιδήρου
    Η συνολική ποσότητα σιδήρου στον οργανισμό ενός φυσιολογικού ατόμου παραμένει πρακτικά σταθερή αφού οι μικρές ημερήσιες απώλειες σε σίδηρο αναπληρώνονται από το σίδηρο της τροφής.

Υπό φυσιολογικές συνθήκες οι ημερήσιες ανάγκες πρόσληψης του σιδήρου από τον οργανισμό μας είναι πολύ μικρές (1- 1,2 mg) και ισοδυναμούν με τις μικρές ημερήσιες απώλειες. Αυτό οφείλεται στο ότι ο συνολικός σίδηρος του οργανισμού ανακυκλώνεται με πολύ μικρές ημερήσιες απώλειες οι οποίες συνήθως ανέρχονται σε 1-1,2 mg. 0 σίδηρος που κυκλοφορεί στο αίμα μας βρίσκεται κατ'εξοχή συνδεδεμένος σε μια μακρομοριακή ένωση, την τρανσφαιρίνη, η οποία λόγω ακριβώς του μεγάλου μοριακού της βάρους δεν δύναται να αποβληθεί από τους νεφρούς. Κατά συνέπεια οι ημερήσιες απώλειες του σιδήρου περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά στο σίδηρο που χάνεται μέσω των αποπεπτοκότων κυττάρων του γαστρεντερικού σωλήνα, του ουροποιητικού και του δέρματος. Στις γυναίκες βέβαια η έμμηνος ρύση, οι εγκυμοσύνες και ο θηλασμός αποτελούν πρόσθετες αιτίες απώλειας σιδήρου.Κατά μέσο όρο με την τροφή λαμβάνονται 10-30mg σιδήρου.Εξ αυτών απορροφάται μόνο το 5-l0% δηλ περίπου 1mg (όσες και οι ημερήσιες απώλειες). Ανάλογα με το ειδος της τροφής ο διαθέσιμος προς απορρόφηση σίδηρος εξαρτάται απο την περιεχομένη ποσότητα, τη μορφή την οποια περιέχεται ο σίδηρος τη σύνθεση της τροφής καθώς και πολλούς παράγοντες που αφορούν την ανατομική και κυρίως λειτουργική ακεραιότητα του γαστρεντερικού συστήματος.

    0 σίδηρος που λαμβάνεται με την τροφή διακρίνεται σε δύο κατηγορίες ήτοι σ'αυτή που περιέχεται στην αίμη (κυρίως ζωικής προέλευσης) και σε αυτή εκτός αίμης (κυρίως φυτικής προέλευσης).

0 σίδηρος της τροφής που λαμβάνεται με τη μορφή της αίμης αποτελεί μόλις το 10% της συνολικής ποσότητας σιδήρου που λαμβάνεται με τη τροφή αλλά απορροφάται σε μεγάλο ποσοστό (20-30%). Αντίθετα ο εκτός αίμης προσλαμβανόμενος σίδηρος μπορεί να αποτελεί το 90% της προσλαμβανόμενης με την τροφή σίδηρο αλλά η απορρόφησή του εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που περιέχονται στην τροφή και που μπορεί να δρούν ανασταλτικά (φυτίνες, τανίνες και φοσφωρικά) είτε ευοδωτικά (αμινοξέα και βιταμίνη C) στην απορρόφηση του.Συνήθως ο εκτός αίμης σίδηρος απορροφάται σε πολύ μικρό ποσσοστό (περίπου 57%)Η απορρόφηση του σιδήρου που λαμβάνεται είτε με την τροφή είτε με τη μορφή σιδηρούχων σκευασμάτων γίνεται κυρίως στο δωδεκαδάκτυλο και στο ανώτερο τμήμα της νήστιδας. Η απορροφητική ικανότητα του εντέρου σε σίδηρο βρίσκεται υπό αυστηρό έλεγχο έτσι ώστε να αυξομειώνεται ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού προστατεύοντάς τον από υπερβολική φόρτιση. Ετσι όταν τα αποθέματα σιδήρου στον οργανισμό μας μειωθούν ή όταν υπάρχει αυξημένη ερυθροποίηση τότε η απορρόφηση του σιδήρου από το έντερο μπορεί να αυξηθεί μέχρι και στο δεκαπλάσιο του φυσιολογικού ενώ σε περιπτώσεις υπερφόρτησης του οργανισμού σε σίδηρο η ποσότητα του απορροφουμένου σιδήρου μειώνεται. Φαίνεται λοιπόν ότι η συνολική ποσότητα σιδήρου στον οργανισμό ενός υγιούς ατόμου εξαρτάται αποκλειστικά από την ποσότητα του απορροφουμένου σιδήρου αφού οι ημερήσιες απώλειες είναι μικρές και σταθερές.

Υπό οποιαδήποτε μορφή και αν ληφθεί ο σίδηρος, στα κύτταρα του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου, μετατρέπεται σε τρισθενή σίδηρο και με τη μορφή αυτή συνδέεται με την τρανσφαιρίνη. Η τρανσφαιρίνη αποτελεί το όχημα μεταφοράς, προς τα διάφορα όργανα του οργανισμού μας, τόσο του απορροφούμενου από το έντερο σιδήρου όσο και του απελευθερούμενου από την καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων.Η απόδοση του σιδήρου από την τρασφαιρίνη στα κύτταρα γίνεται μέσω των υποδοχέων της τρανσφαιρίνης. Οι υποδοχείς της τρανσφαιρίνης βρίσκονται επί της κυτταρικής μεμβράνης, είναι γλυκοπρωτεϊνικής φύσεως μακρομόρια με δια-μεμβρανική έκταση. Οι υποδοχείς της τρανσφαιρίνης δεσμεύουν την κυκλοφορούσα τρανσφαιρίνη και μεταφέροντάς την διμεμβρανικά την εναποθέτουν στο εσωτερικό του κυτάρου με τη μορφή κυστιδίων. Από τα κυστίδια αυτά απελευθερώνεται μέσα στα κύτταρα ο σίδηρος είτε για άμεση χρήση είτε για να αποθηκευθεί ενώ η τρανσφαιρίνη συνδεόμενη με τον υποδοχέα της μεταφέρεται στη μεμβράνη και από εκεί αποδίδεται στο πλάσμα πλέον σαν αποτρανσφαιρίνη (ελεύθερη σιδήρου εφοσον αυτός έχει αποδοθεί στο κύτταρο).

Αποθήκευση σιδήρου
   Ο μη άμεσα χρησιμοποιούμενος σίδηρος αποθηκεύεται στον οργανισμό μας με δύο μορφές ήτοι της φερριτίνης και της αιμοσιδηρίνης. Η φερριτίνη ουσιαστικά είναι ένα σύμπλοκο που αποτελείται από ένα πρωτεϊνικό κέλυφος την αποφερριτίνη και από σίδηρο. Η αποφερριτίνη έχει τέτοια διάταξη ώστε στο εσωτερικό της να σχηματίζεται μία κοιλότητα. Στην εσωτερική κοιλότητα της αποφερριτίνης μπορούν να αποθηκευθούν περισσότερα από 4.500 μόρια σιδήρου.Η φερριτίνη αποτελεί την κυριώτερη μορφή αποθήκευσης του σιδήρου μέσα στα κύτταρά μας, έχει μεγάλη αποθηκευτική ικανότητα και μπορεί να προσλαμβάνει αλλά και να αποδίδει άμεσα και πολύ εύκολα το σίδηρο. Συναντάται σχεδόν σολα τα κύτταρα του οργανισμού μας κατεξοχήν όμως στα εξειδικευμένα κύτταρα του μυελού των οστών.


Επιπτώσεις σιδηροπενικής αναιμίας
   Οι επιπτώσεις της σιδηροπενικής αναιμίας εξαρτώνται από τον προκαλούμενο βαθμό αναιμίας, από τη χρονιότητα και από την ειδική κατάσταση του ατόμου (ηλικία, εγκυμοσύνη, συνυπάρχουσες άλλες παθήσεις όπως καρδιοπάθειες, πνευμονοπάθειες κ.λπ) Η εύκολη κόπωση και η μειωμένη ικανότητα προς οποιαδήποτε δραστηριότητα απαιτεί έργο είναι οι συχνότερα απαντώμενες κλινικές εκδηλώσεις. Σε άτομα που πάσχουν από ισχαιμική καρδιοπάθεια η αναιμία μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση του κλινικού συνδρόμου με αύξηση των κρίσεων στηθάγχης ενώ σε άτομα με καρδιακή ανεπάρκεια ή με αναπνευστική ανεπάρκεια η αναιμία μπορεί να επιτείνει την δύσπνοια. Η ευθραστότητα των ονύχων και η μαζικότερη απώλεια μαλλιών είναι άλλες εκδηλώσεις λιγότερο σοβαρές. Οι επιπτώσεις της σιδηροπενικής αναιμίας είναι σημαντικές σε δύο εξαιρετικά ευαίσθητες καταστάσεις όπως είναι η εγκυμοσύνη και η βρεφική ηλικία.

Αναιμία και κύηση
   Η κύηση έχει σαν φυσιολογικό επακόλουθο την εμφάνιση αναιμίας. Η αναιμία της κυήσεως είναι πολλαπλής αιτιολογίας. Κατά ένα βαθμό η αναιμία της κυήσεως είναι φαινομενική διότι λόγω της αύξησης του κυκλοφορουμενου όγκου αίματος οφείλεται σε μεγαλύτερη αραίωση των αιμόρφων συστατικών του αίματος. Στο μεγαλύτερο όμως βαθμό της η αναιμία της κύησεως ειναι πραγματική διότι οφείλεται σε έλλειψη σιδήρου και φυλλικου οξεως αφου τόσο οι ανάγκες του σιδήρου όσο και του φυλλικού οξέως της εγκύου είναι σαφώς αυξημένες και δεν καλυπτονται από την προσλαβανομενη τροφή.

Αναιμία και βρεφική ηλικία
  Η σιδηροπενία, χωρίς απαραίτητα να συνοδεύεται από αναιμία, έχει σημαντικότατες επιπτώσεις στην φυσιολογική νοητική ανάπτυξη των βρεφών και των παιδιών. Τα επίπεδα σιδήρου και φεριτίνης στον ορό (και όχι του αιματοκρίτου ή της αιμοσφαιρίνης) σχετίζονται άμεσα με την ανάπτυξη των νοητικών λειτουργιών του παιδιού όπως αυτό έχει δειχθεί με σημαντικές κλινικές μελέτες. 0 Tucker και συν έδειξαν ότι τόσο η ενεργοποίηση του επικρατούντος ημισφαιρίου του εγκεφάλου αλλά και των ινιακών λοβών αμφοτέρων των ημισφαιρίων όσο και και η νοητική λειτουργία εξαρτώνται από τα επίπεδα σιδήρου στιον οργανισμό. Επειδή είναι γνωστό ότι ότι στους ινιακούς λοβούς εδράζονται τα κέντρα οπτικής μνήμης και στο επικρατούν ημισφαίριο τα κέντρα οπτικού λόγου και αντίληψης είναι φανερό ότι εξασθένησή τους που παρουσιάζεται επί σιδηροπενίας έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ανάπτυξή τους. Πράγματι σε κλινικό επίπεδο οι ίδιοι ερευνητές έδειξαν ότι παιδιά με χαμηλά επίπεδα σιδήρου στον οργανισμό τους δείχνουν σύμπτώματα εύκολης κόπωσης, μειωμένης ικανότητας συγκέντρωσης ή και έλλειψη συγκέντρωσης, μειωμένη αποτελεσματικότητα με δυσκολία χρησιμοποίησης σωστών λέξεων.0 τρόπος με τον οποίο ο σίδηρος παρεμβαίνει στις νοητικές λειτουργίες δεν είναι απόλυτα γνωστός. Επιστεύετο ότι αυτό μπορεί να σχετίζεται με τη μειωμένη ικανότητα προσφοράς οξυγόνου στον εγκέφαλο αλλά αυτό δεν φαίνεται να εξηγεί γιατί οι ίδιες διαταραχές παρουσιάζονται και επί σιδηροπενίας χωρίς την εγκατάσταση αναιμίας (Oski 1983, Lozoff 1991). Σήμερα πιστεύεται ότι ο σίδηρος αποτελεί βασικό στοιχείο του νευρικού συστήματος και ότι τα επίπεδα σιδήρου στον οργανισμό επηρεάζουν τη μυελίνωση των νευρικών οδών. Επίσης έχει δειχθεί ότι ο σίδηρος παίζει ένα σημαντικό ρόλο στο ντοπαμινεργικό σύστημα αφού σε περίπτωση σιδηροπενίας ο αριθμός και η ευαισθησία των D2 υποδοχέων μειώνεται. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η διεγερτική δράση της ντοπαμίνης να μειώνεται (Youdim 1989).Οπως όμως είναι γνωστό η ντοπαμίνη δρα σαν αναστολέας των ενδογενών οπιοειδών ο ρόλος των οποίων στις γνωσιακές και μνημονικές λειτουργίες είναι σημαντικός αφού πειραματικά η κεντρική τους έγχυση προκαλεί μερική ή και ολική αμνησία (Pablo 1983 και 1985).Αρα η σιδηροπενία οδηγεί σε μειωμένη δράση της ντοπαμίνης η οποία με τη σειρά της δεν αναστέλλει επαρκώς τα ενδογενή οπιοειδή τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζουν αρνητικά τις μνημονικές και γνωσιακές λειτουργίες. Οι περιοχές του εγκεφάλου στις οποίες παρατηρούνται οι υψηλότερες συγκεντρώσεις σιδήρου συμπίπτουν με αυτές στις οποίες υπάρχει επικράτηση νευρώνων που ανταποκρίνονται έντονα στα ενδογενή οπιοειδή.

Θεραπεία σιδηροπενικής αναιμίας

     Πριν από την έναρξη οποιασδήποτε προσπάθειας ανάταξης της αναιμίας πρέπει να εξαντληθεί κάθε δυνατότητα προσδιορισμού της αιτίας της σιδηροπενίας η οποία όχι σπάνια μπορεί να οφείλεται σε λανθάνουσες απώλειες αίματος λόγω κάποιας κακοήθους υποκειμένης νόσου συνήθως του πεπτικού και σπανιώτερα του ουροποιογεννητικού ή άλλου συστήματος.

    Η θεραπευτική αντιμετώπιση της σιδηροπενικής αναιμίας γίνεται με τη χορήγηση σιδήρου από το στόμα ή παρεντερικά. 0 ρυθμός αποκατάστασης της σιδηροπενίας και της αναιμίας είναι ο ίδιος ανεξάρτητα από την οδό χορήγησης του σιδήρου.Κατά την θεραπευτική ανάταξη της σιδηροπενικής αναιμίας θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η πορεία των γεγονότων αποκατάστασης ακολουθεί αντίθετη ακριβώς πορεία από αυτή της εγκατάστασης. Δηλαδή στην εγκατάσταση της σιδηροπενικής αναιμίας πρώτα εξαντλούνται τα αποθέματα σιδήρου στη συνέχεια ο σίδηρος και η φερριτίνη του πλάσματος και στη συνέχεια έχουμε την εμφάνιση των μειωμένων τιμών του αιματοκρίτου και της αιμοσφαιρίνης.

Σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας αρκετά σκευάσματα σιδήρου εκ των οποίων τα άλατα θειικού σιδήρου χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρο στο παρελθόν αλλά και σήμερα εξακολουθούν να αναγράφονται σε αρκετές περιπτώσεις. Το πλεονέκτημα των σκευασμάτων αυτών, είναι το ότι παρουσιάζουν καλή απορρόφηση από το γαστρεντερικό σωλήνα και είναι αποτελεσματικά όταν λαμβάνονται στη σωστή δοσολογία. Χαρακτηριστικό μειονέκτημα των σκευασμάτων του θειικού σιδήρου είναι έντονες γαστρεντερικές διαταραχές που προκαλούν (ναυτία, έμετοι, επιγαστραλγία, κράμπες, μετεωρισμός και διάρροιες) γεγονός που οδηγεί σε πολύ κακή συμμόρφωση των ασθενών που μεταφράζεται είτε σε πρόωρη διακοπή της θεραπείας είτε σε μείωση της δοσολογίας τους είτε σε λήψη μετά το φαγητό οπότε μειώνεται σημαντικά η απορροφουμένη ποσότητα. Στα παιδιά επίσης η χορήγηση θειικού σιδήρου ενέχει τον κίνδυνο χρώσης των δοντιών. Η τοξικότητα των αλάτων θειικού σιδήρου είναι αρκετά μεγάλη σε βαθμό που να αποτελεί μια από τις συχνότερες αιτίες δηλητηριάσεων στην παιδική ηλικία.

0 πρωτεϊνοηλεκτρικός σίδηρος γίνεται καλύτερα ανεκτός απ'οτι τα άλατα θειικού σιδήρου, έχει όμως το μειονέκτημα ότι κυκλοφορεί μόνο υπό μορφή ποσίμων φιαλιδίων και σκόνης γεγονός που τον καθιστά δύσχρηστο ιδιαίτερα όταν το άτομο δεν βρίσκεται σπίτι του. Επί πλέον πρόσθετο σημαντικό μειονέκτημα είναι η μικρή ποσότητα στοιχειακού σιδήρου που περιέχεται ανά φιαλίδιο.Ενα επίσης σημαντικό μειονέκτημα του πρωτεινοηλεκτρικού σιδήρου καθώς και των θειικών αλάτων σιδήρου είναι η προαγωγή του οξειδωτικού stress στον οργανισμό μας και η δημιουργία ελευθέρων τοξικών ριζών. Η σημασία της ανεπιθύμητης αυτής ενέργειας γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη από τη στιγμή που συνεχώς διευκρινίζεται ο καταστροφικός ρόλος των ελευθέρων ριζών στην πρόκληση σημαντικών βλαβών στον οργανισμό μας.

0 πολυμαλτοζικός σίδηρος από χημικής άποψης προσομοιάζει κατασκευαστικά με το μόριο της φυσικής φερριτίνης και φαίνεται να συγκεντρώνει αρκετα πλεονεκτήματα.

Βιβλιογραφία

1.    WHO: The prevalence of anaemia in women: A tabulation of available information. 1992

2.    DeMayer et al: Preventing and controlling iron deficiency anaemia through primary health care. World Health Organization. Geneva 1989.

3.    Kagamimori et al: A longitudinal study of serum ferrit concentration during the Female adolescent growth spurt. Annals of Human Biology .1988:15,6,413-419

4.    Kushner J. Ρ: Hypochromic anemias. Cecil Textbook of Medicine. W. B. Saunders. 1985, 885-891

5.    Frwin R, Henson A. Provan D: Iron Deficiency anaemia. ABC of Clinical Hematology. Btitish Medical Journal ME, 6,70-79 Feb 1999

6.    Muller A: A classification and properties of iron preparation. 1974

































 

Kαλάθι Αγορών


Βιταμίνες


Άρθρα




Προσφορές
Ο φαρμοκοποιος σας προτείνει
Η αισθητικος σας προτεινει:


      Πληροφορίες Αποστολής και Επιστροφών | Δήλωση Απορρήτου | Όροι Χρήσης